στοιχείωμα

στοιχείωμα
τὸ, ΜΑ [στοιχειῶ]
1. θεμελιώδης, βασική αρχή, τα πρώτα στοιχεία
2. στοιχείο («πρὸς ἁπλᾱ στοιχειώματα καὶ φωνάς», Διογ. Λαέρ.)
3. στον πληθ. τὰ στοιχειώματα
τα σημεία τού ζωδιακού κύκλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στοίχειωμα — το, Ν [στοιχειώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στοιχειώνω, η μεταμόρφωση σε στοιχειό 2. η εγκατάσταση και διαμονή στοιχειού σε έναν τόπο …   Dictionary of Greek

  • στοίχειωμα — το το αποτέλεσμα του στοιχειώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στοιχειώματα — στοιχείωμα elementary neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθρωποθυσία — Πανάρχαιο έθιμο προσφοράς ανθρώπων στους θεούς. Συνηθιζόταν από τους περισσότερους λαούς και βασιζόταν στις διάφορες δοξασίες και δεισιδαιμονίες τους, και κυρίως στην πίστη τους ότι ο άνθρωπος εξαρτάται από κάποια ανώτερη δύναμη. Οι α. γίνονταν… …   Dictionary of Greek

  • στοίχειωση — η, Ν [στοιχειώνω] το στοίχείωμα …   Dictionary of Greek

  • στοιχειωματικός — ή, όν, ΜΑ [στοιχείωμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σημεία τού ζωδιακού κύκλου 2. (κυρίως το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ στοιχειωματικοί αυτοί που μαντεύουν την τύχη ενός προσώπου κατά τη γέννηση του εξετάζοντας και ερμηνεύοντας τα… …   Dictionary of Greek

  • ՏԱՐՐԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0859 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 11c, 13c ա.գ. στοιχειώδης elementarius, rudis στοιχείωμα elementum. Տարրեղէն. նիւթական. յօդական. եւ Տառակըան. *Տարրական օրէնքն (առ մովսեսիւ): Տարրական անցաւոր… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”